- μεγεθουργία
- μεγεθουργία, ἡ (Α)η επιχείρηση και εκτέλεση μεγάλων έργων («οὐ γὰρ δὴ θνητή γε φύσις οὖσα τοσόνδ' ἂν ἤρατο μεγεθουργίας», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. μεγεθουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγεθουργίας — μεγεθουργίᾱς , μεγεθουργία doing fem acc pl μεγεθουργίᾱς , μεγεθουργία doing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)